Εμείς (οι Έλληνες) και οι άλλοι (οι Δυτικοί)

Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Ο τίτλος αναφέρεται σε Δυτικούς και όχι σε Ευρωπαίους, διότι οι κατεξοχήν Ευρωπαίοι, όπως υποδηλώνει και η ελληνική λέξη «Ευρώπη», είμαστε εμείς, οι ...
Έλληνες. Επειδή, όμως, τίποτα δεν είναι αυτονόητο για κάποιους, ας δούμε πρώτα ποιοι είμαστε εμείς και έπειτα θα μιλήσουμε και για τους άλλους.

Για το αν είμαστε κατά αρχήν Έλληνες. Είναι πέρα κάθε αμφιβολίας ότι είμαστε. Εκτός και αν υπάρχει κάποιος να μας διαφωτίσει, για το πότε πέθανε ακριβώς ο τελευταίος Έλληνας και πότε, πόσοι και ποιοι ξένοι καθηγητές ήρθαν στην Ελλάδα, για να μας διδάξουν την υποτιθέμενη άγνωστη σε εμάς ελληνική γλώσσα, που δεν μας τη… δίδαξαν οι γονείς μας και αυτούς οι δικοί τους γονείς κ.ο.κ. Τέλος με αυτό, καθώς η ιστορία μας είναι γνωστή.

Το ερώτημα, όμως, που κατά τη γνώμη μου έχει περισσότερη σημασία, είναι,  το κατά πόσο οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε εκείνοι που θα έπρεπε να είμαστε; Διότι, έχουμε κληρονομήσει μεν όλα τα ελαττώματα των προγόνων μας, όπως είναι η διχόνοια, αλλά έχουμε απολέσει και πολλές από τις αρετές τους, μεταξύ αυτών και την φιλοπατρία. Και αυτό, σηκώνει όντως πολύ συζήτηση, αλλά το παρόν άρθρο δε φιλοδοξεί στο σύντομο λόγο του, να επεκταθεί σε όλες τις παραμέτρους που προκύπτουν. Έχω την γνώμη, πάντως, πως δεν είμαστε οι αντάξιοι Έλληνες για τις υπάρχουσες περιστάσεις και οι λόγοι για αυτό είναι πολυσύνθετοι και καθόλου απλοϊκοί. Οι αφορισμοί του τύπου, «για όλα φταίμε εμείς» από τους ευρωλάγνους, ή «για όλα φταίνε οι ξένοι», από τους ευρωφοβικούς, είναι ρηχοί, αβασάνιστοι και βολικοί. Για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους, για το σημερινό μας χάλι φταίμε τόσο εμείς, όσο και οι ξένοι. Κανείς δεν θα πρέπει να εξαιρείται από αυτή την εξίσωση της παρακμής.

Προσωπικά, εντοπίζω την κύρια πηγή της μειονεξίας και την αιτία της καχεξίας μας, στην λανθασμένη εκτίμηση για τη θέση μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και κατά συνέπεια στη σχέση μας με τους άλλους, τους δυτικούς. Κάθε πρόβλημα στην ανεύρεση του στίγματος της ιδιοπροσωπίας, ξεκινάει πάντα από την λανθασμένη βάση της προσέγγισης και της εκτίμησης των δεδομένων. Το γεγονός, δηλαδή, ότι εξαρτούμε τα όποια συμπεράσματα για τον εαυτό μας, ετεροπροσδιοριζόμενοι μέσα από τη σύγχρονη σχέση μας με τους άλλους λαούς και αποκλειστικά μέσω της σχέσης αυτής και όχι μέσα από την ίδια τη μακραίωνη ιστορική μας διαδρομή. Γινόμαστε έτσι ετερόφωτοι, απομειώνοντας τη συνεχή ιστορική μας ταυτότητα. Αλλά, ακόμη και όταν αναφερόμαστε στο αρχαίο παρελθόν, η εικόνα που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα και τους Έλληνες, είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον ιδεαλιστικό τρόπο που την αντιλήφθηκαν οι Άγγλοι λόρδοι, οι Γάλλοι βαρώνοι και οι δυτικοί λόγιοι και καλλιτέχνες. Πάλι μέσω μιας ευρωπαϊκής οπτικής, αν και με διαφορετική διάθεση αυτή τη φορά, αντιλαμβάνονται αρκετοί και την Ελληνική μεσαιωνική αυτοκρατορία. Ο διαφωτιστικός αντι-χριστιανισμός, από τον 19ο αιώνα και έπειτα, συνεργαζόμενος με τη σκοπιμότητα στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών κρατών, υπερέβαλαν σε αρνητικότητα προς την χριστιανική Ρωμανία και την κατέστησαν απεχθή σε μερίδα του λαού, ως «Θεοκρατικό Βυζάντιο».

Το συνεχές πάθος των τελευταίων 184 ετών και η αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, οφείλεται στο γεγονός, ότι η ξενόδουλη ηγεσία εμφύτευσε στον λαό την αίσθηση της κατωτερότητας και την πεποίθηση, ότι το μέτρο της κάθε σύγκρισης, οφείλει να έχει ως αλάνθαστη αναφορά τα «προοδευμένα» και «φωτισμένα» έθνη της Δύσης, στα οποία θα έπρεπε και εκείνος να μοιάσει. Ακόμη και αν χρειαζόταν να θυσιάσει ένα μέρος της αυθεντικότητας του. Ακολούθησε έτσι, με υποτελή προσήλωση το διαφωτιστικό μοντέλο στο οποίο η ίδια είχε εντρυφήσει και προσκολληθεί, εις βάρος της ρωμέϊκης πολιτιστικής κληρονομιάς του απλού λαού, τον οποίον επίσης επιχείρησε να προσκολλήσει στο άρμα των Ευρωπαίων αυθεντών της. Αδιαφόρησε για την καθυστέρηση των τεσσάρων αιώνων της Οθωμανικής δουλείας και για τον τραυματισμό του ελληνικού φιλότιμου, από την άνιση σύγκριση του με λαούς, που δε γνώρισαν το σκοταδιστικό λεπίδι του Οθωμανού (αν και είχαν και αυτοί το δικό τους μεσαίωνα και το κυνήγι των μαγισσών). Αρνήθηκε επιπλέον να θεραπεύσει τις πνευματικές πληγές της εκρίζωσης από το έδαφος της υπερχιλιόχρονης πολιτισμικής παράδοσης, που προκλήθηκαν από την τραυματική εμπειρία του βίαιου, διαφωτιστικού  εκφραγκισμού του λαού, που δεν είχε το χρόνο να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό μόσχευμα. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα τη διχοστασία ανάμεσα στα πηγαία ρήματα και κινήματα της Ελληνικής ψυχής, που στάθηκε αδύνατο να απαλειφθούν, και στα εισαγόμενα, ψυχρά, επεξεργασμένα επινοήματα του εξευρωπαϊσμένου λόγου. Ήταν ο τέλειος συνδυασμός αντιθέσεων, για τη δημιουργία μιας διχαστικής σχιζοφρενούς προσωπικότητας και ενός υβριδιακού πολιτισμού, που απλά δε γνωρίζει τι ακριβώς είναι. Αλλά είναι και η πλέον κατάλληλη πνευματική ακαταστασία, για ένα ελεγχόμενο και θλιβερό προτεκτοράτο ξένων βασιλέων και πολιτικών ανδρείκελων, όπως ήταν και είναι ακόμη, η Ελλάδα της νεότερης ιστορίας, έπειτα από τον Καποδίστρια.



Μιλώντας για τη σχέση μας με τους άλλους, ήρθε η στιγμή να αναφερθούμε στη σχέση αυτή, αλλά και στους άλλους. Ποιοι είναι αυτοί, οι «άλλοι»; Θα αποφύγω τα φτηνά συνθήματα και τους συναισθηματισμούς, που αναφέρονται σε «άγριους που έπιναν αίμα, όταν εμείς κάναμε φιλοσοφία», διότι λίγο έως καθόλου δεν επαρκούν αυτά, για να φωτίσουν τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα ανάμεσα σε εκείνους και σε εμάς. Θα ήταν όμως και λάθος, το να παραλείψουμε πλήρως κάθε ιστορική αναφορά, για τον απλό λόγο, ότι όπως και εμείς, έτσι και αυτοί, είναι γενετικά απότοκα των προγόνων τους και έχουν επίσης μια ιστορική διαδρομή, που μπορεί να φωτίσει το δικό τους αυτόνομο στίγμα. Και αυτό, όχι απαραίτητα μέσα από τη σχέση τους μαζί μας, διότι η σχέση αυτή τους εξωραϊζει σημαντικά. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε επίσης, πως άλλο πράγμα είναι η μονόπλευρη τεχνολογική πρόοδος και άλλο ο πολιτισμός των αξιών και του ανθρωπιστικού πνεύματος. Η γερμανική περίπτωση το αποδεικνύει περίτρανα.



Αναφέρθηκα σε γενετικά και ψυχικά παράγωγα των προγόνων τους και όχι σε πολιτισμικά, διότι στον τομέα αυτό, είναι περισσότερο δημιουργήματα του Ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού, σε ότι αφορά τις καλύτερες των πτυχών τους. Στις χειρότερες όμως από αυτές, φαίνεται πως διατηρούν ατόφιες τις βάρβαρες κληροδοτημένες πλευρές των προγόνων τους. Εκείνων, που κατάκτησαν καίγοντας την πολιτισμένη Ρώμη κατά τον 5ο μ.Χ αιώνα, σηματοδοτώντας στην ουσία την αρχή του μεσαίωνα. Εκείνους, που σταδιακά εκπολιτιζόμενοι και ξεχνώντας το βάρβαρο παρελθόν τους, θεώρησαν τον 9ο μ.Χ αιώνα, ότι πρέπει να είναι αυτοί οι διάδοχοι και οι συνεχιστές της ευρωπαϊκής Ελληνο-ρωμαϊκής κληρονομιάς. Με λίγα λόγια, ό,τι καλό έχουν να επιδείξουν σήμερα, οφείλεται στην επαφή τους με τον Ελληνικό πολιτισμό (μέσω Ρώμης), ενώ ό,τι κακό διαθέτουν είναι αποκλειστικά δικό τους. Ιστορικά, οι δυτικοί αυτοί λαοί, εισήλθαν καθυστερημένα στην εποχή του Σιδήρου, κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, ενώ παρέμειναν σε μειονεκτική πολιτισμική θέση ακόμη και μετά το γύρισμα της πρώτης μ.Χ χιλιετίας (από αυτό θα πρέπει να εξαιρέσουμε, βεβαίως, τους Ιταλικούς λαούς, λόγω της συνάφειας τους με τη Μεγάλη Ελλάδα).



Όταν σήμερα, λοιπόν, στο πλαίσιο της ΕΕ, αναφερόμαστε στην «Ευρωπαϊκή οικογένεια» και στο κοινό πολιτισμικό παρελθόν, στις κοινές αξίες και ιδέες, για να περιγράψουμε τόσο τη σχέση μεταξύ ημών και εκείνων, όσο και τη σχέση τους μεταξύ αλλήλων, διαπράττουμε ένα τεράστιο σφάλμα, διότι καμία αληθινά σχέση δεν έχουμε με εκείνους. Εκτός και αν εννοούμε ως βάση της σχέσης αυτής το γεγονός, ότι όλοι έχουμε ένα κεφάλι δύο μάτια και από δύο χέρια και πόδια, ή το ότι ζούμε στην ίδια ήπειρο. Αλλά τότε, έχουμε επίσης σχέση με τους Κινέζους και με τους Εσκιμώους, αφού μοιραζόμαστε μαζί τους τον πλανήτη γη, χωρίς αυτοί να έχουν κατακλέψει τις αρχαιότητες μας, ή να έχουν εισβάλλει επανειλημμένα στη χώρα μας, όπως εκείνοι!



Και ποια είναι αυτή η περιβόητη σχέση; Διότι, όσο και αν προσπαθώ να θυμηθώ, τα ιστορικά στοιχεία μου αποδεικνύουν πως αυτή η σχέση δεν ήταν ποτέ ειλικρινής, αμοιβαία, εποικοδομητική και αναίμακτη. Όλα της τα χαρακτηριστικά παραπέμπουν σε μια σχέση μίσους και φθόνου από την πλευρά τους, καταπάτησης, αρπαγής, εκμετάλλευσης, καταστροφής, πάντα εναντίον της δικής μας οντότητας και μέσω της δουλοπρεπούς, εκ μέρους μας, προς αυτούς φιλίας και συμμαχίας. Και αυτή η δουλοπρέπεια, που εκπορεύεται από την ανάγκη της αδυναμίας, να ορίσουμε τα του οίκου μας και να υπερασπιστούμε μόνοι την επικράτεια μας, μετράει ήδη επτά αιώνες (από τα χρόνια των Παλαιολόγων). Και είναι αυτή η αιτία, που χαρακτηρίζει την ανισοτιμία της σχέση μας μαζί τους και όχι τα όποια άλλα, δήθεν κοινά πολιτισμικά μας στοιχεία, που δεν είναι σε θέση τελικά, να την αποκαταστήσουν. Σαφές είναι, πως ο λόγος μου εξαιρεί δίκαια τις μεμονωμένες περιπτώσεις έντιμων και φιλοφρόνων δυτικών, καθώς υπάρχουν και τέτοιοι, καταγγέλλοντας μόνο τις επίσημες πολιτικές κρατών και ηγετών.



Αλλά, ακόμα και αν θεωρήσουμε υποθετικά, ότι υπάρχουν ανάμεσα μας κοινές αξίες και ιδέες, όπως η Δημοκρατία, ο ρωμαϊκός νομικός πολιτισμός, ο Χριστιανισμός, οι  Τέχνες και η Φιλοσοφία, όλα τούτα αποδεικνύονται ψευδεπίγραφα και πλαστά, καθώς μας δείχνει η ιστορία. Ακριβώς επειδή, αυτές οι δήθεν «κοινές αξίες» του Ελληνικού πολιτισμού, υιοθετήθηκαν από αυτούς μόνο επιφανειακά. Σα μαθήματα, που ο μαθητής απέτυχε να μάθει, ή που στην καλύτερη περίπτωση τα έμαθε «παπαγαλία». Έτσι, αυτή η πολιτισμική συνάφεια και το δήθεν «κοινό πνεύμα» του πολιτισμού, δεν κατάφεραν, εν τούτοις, να εμποδίσουν σε πλείστες περιπτώσεις, από το να εκφραστούν η αληθινή βιαιότητα και η βαρβαρότητα της φύσης τους, αφού τελικά, κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από τον βαθύτερο εαυτό του. Στοιχεία ψυχολογικής υφής, που υποκρύπτει αυτή η υποκριτική και ουσιαστικά ανύπαρκτη σχέση τους μαζί μας. Διότι έχουν και αυτοί τα δικά τους φαντάσματα και τα δικά τους συμπλέγματα απέναντι μας. Περιφρονούν επιδεικτικά εμάς, αλλά αποθεώνουν τους προγόνους μας! Θα ήθελαν να είναι αυτοί οι απόγονοι τους, όπως θα άξιζε σε ανώτερες φυλές, όπως εκείνοι, αλλά δυστυχώς για αυτούς, είμαστε εμείς, οι τιποτένιοι! Στην πραγματικότητα, οι κατώτερες ιδέες που μας υπέβαλλαν να νιώθουμε για τον εαυτό μας, δεν είναι τίποτα άλλο, από την αρνητική εκτίμηση που έχουν οι ίδιοι, κάνοντας σύγκριση μεταξύ ημών και των προγόνων μας. Και η αιτία της δικής μας δυστυχίας είναι, ότι κρίνουμε τους εαυτούς μας με τα δικά τους κριτήρια, γυρεύοντας μάλιστα και την επιβεβαίωση τους. Το λάθος, να θέλουμε να γίνουμε σαν εκείνους και όχι το να βρούμε τον εαυτό μας. Όλα, όμως, τα αφύσικα πράγματα, πληρώνονται εντέλει ακριβά. Όπως και αν έχει, η σχέση μας με τους δυτικούς, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον και από ψυχιατρικής απόψεως.



Ωστόσο, θα είχε ενδιαφέρον, να εξετάσει κανείς και τον τρόπο με τον οποίο αλλοίωσαν και εκφύλισαν τα πολιτισμικά προτάγματα που παρέλαβαν από δεύτερο χέρι, εκπολιτιζόμενοι. Διότι, εδώ, βρίσκεται και η διάψευση της υπερβολής, πως δήθεν πρεσβεύουν έναν ανώτερο, διαφωτιστικό πολιτισμό, βασισμένο στις αξίες που παρέλαβαν και κομπάζουν για αυτό. Ας πάρουμε, κατά αρχήν, από τον χώρο της πολιτικής, την έννοια της άμεσης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που τη διέστρεψαν τελικά σε αντιπροσωπευτική –κοινοβουλευτική, ώστε να μένει ο λαός επί της ουσίας εκτός της νομής της εξουσίας. Έπειτα, στον ίδιο τον χριστιανισμό, που παρέλαβαν από την πρώτη, κοινή Ορθόδοξη Εκκλησία, με την οποία συμπορεύτηκαν για αιώνες πριν από το Σχίσμα, για να καταλήξουν να αποσχισθούν σε νέες δικές τους δοξασίες και χριστιανοπρεπείς αιρέσεις, που και αυτές έπειτα ξαναδιαιρέθηκαν. Ας περάσουμε στο χώρο της φιλοσοφίας, των τεχνών και του πολιτισμού. Οι φιλοσοφίες τους περιστρέφονται αναπόδραστα γύρω από τις ιδέες των αρχαίων, η Αναγέννηση υλικοποίησε το αρχαίο και το θείο Κάλλος και η σύγχρονη τέχνη τους, έφτασε στο σημείο να εξαφανίσει και την εικόνα. Το πνεύμα, αντικαταστάθηκε από τη διανοητικότητα. Όσον αφορά στο θέμα του Ανθρωπισμού, και των κοινωνικών αξιών, που είναι η κορωνίδα της αρχαίας και της χριστιανικής κοσμοθέασης, διατείνονται πως πρεσβεύουν δήθεν τον Ανθρωπισμό. Αλλά, τότε, γιατί η Ευρώπη φτάνει πάντα εξαιτίας τους στο χείλος της καταστροφής; Και στον Ανθρωπισμό, η αποτυχία τους είναι πλήρης. Το αποδεικνύουν οι παγκόσμιοι πόλεμοι, τα ανθρωπιστικά εγκλήματα, η παράδοση των λαών στους τραπεζίτες.



Μεταξύ πολλών άλλων παλαιότερων περιπτώσεων, της εναντίον μας βαρβαρότητας, αναφέρω ενδεικτικά τις πιο πρόσφατες, που αφορούν το 1922, το 1940, το 1974 και εσχάτως το Μνημόνιο, για να καταφανεί, ότι η σχέση αυτή είναι υποκριτική και αφερέγγυα. Προπάντων δε, από την πλευρά τη δική τους. Των δυνατών, δηλαδή, διότι ο αδύναμος λίγα περιθώρια έχει για να παρασπονδήσει. Βέβαια, η υποτελής και αναξιοπρεπής άρχουσα τάξη μας είναι αυτή, που διαχρονικά επιζητεί την ανισότιμη σχέση μαζί τους, για να καλύψει τις απάτες της και όχι ο λαός, που θα επιθυμούσε μια αξιοπρεπή συνύπαρξη των ευρωπαϊκών εθνών. Ο καθορισμός μιας σχέσης, είναι αναγκαστικά αμφίδρομος. Φερόμαστε, όπως θέλουμε να μας φέρονται. Αντί αυτού, έχουμε μια σχέση μέσα στην οποία κατάπτυστοι υβριζόμεθα και εκβιαζόμεθα ως τα παραπαίδια της Ευρώπης. Άλλοτε με το αντάλλαγμα της ένωσης των εκκλησιών προς αντιμετώπιση των Οθωμανών, ενώ τώρα δια του Μνημονίου, προς διάσωση από την χρεοκοπία και την παραμονή μας στο Ευρώ. Πάντα σε βάρος της αξιοπρέπειας και της διάθεσης μας για ελευθερία…



πηγή

Σχόλια