Μια εικόνα των πολιτικών και οικονομικών παρασκηνίων πίσω από τις βίαιες διαδηλώσεις στην Ουκρανία δίνει σε άρθρο της η βρετανική Guardian. «Ο,τι γράφεται και λέγεται για τις διαδηλώσεις στους ...
δρόμους του Κιέβου δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα», σημειώνει ο αρθρογράφος Σέουμας Μίλνε.
Και εξηγεί: «Οπως και στην Αίγυπτο, έτσι και στην περίπτωση της Ουκρανίας, ο λαός προσπαθεί να απαλλαγεί από έναν δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο. Αλλά αυτοί που συρρέουν στους δρόμους της πρωτεύουσας, δεν ενδιαφέρονται και πολύ για την δημοκρατία και τους θεσμούς της, καθώς στον σκληρό πυρήνα των διαδηλωτών δρουν ακροδεξιοί εθνικιστές».
Αυτή τη στιγμή στην καρδιά της κρίσης, κατά τον αρθρογράφο, βρίσκονται οι φασίστες, οι ντόπιοι ολιγάρχες και οι «ψαλιδισμένες» από το Κρεμλίνο γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης, δηλαδή της Ευρωπαΐκής Ενωσης.
«Οι Ουκρανοί πολίτες είναι διχασμένοι σχετικά με το ενδεχόμενο ένωσης τους με την Ε.Ε. και η διαμάχη αφορά στα δυο άκρα της χώρας: το ρωσόφωνο νοτιοανατολικό τμήμα της Ουκρανίας και το έντονα εθνικιστικό και ουκρανόφωνο δυτικό», σημειώνει το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας, επισημαίνοντας πως «και ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς φέρει ένα μέρος της ευθύνης, καθώς μετά την ανάληψη της προεδρίας το 2010, άρχισε να συγκεντρώνει, εκτός από την εξουσία, και τον πλούτο στα χέρια των παιδιών του και των βασικών συνεργατών του, εκνευρίζοντας τους παραδοσιακούς ολιγάρχες της χώρας, που δεν ανέχονται άλλο να βλέπουν την «οικογένεια» να καρπώνεται όλες τις χάρες και τα προνόμια του προέδρου».
Κερδισμένοι από την κατάσταση αυτή είναι νεαροί επιχειρηματίες (ως επί το πλείστον, φίλοι και «κολλητοί» του γιου του Γιανουκόβιτς, Ολεκσάντρ) οι οποίοι κατέχουν όλα τα οικονομικής φύσεως χαρτοφυλάκια και το πανίσχυρο υπουργείο Εσωτερικών, αλλά και θέσεις κλειδιά στα δικαστήρια και την εφορία.
Κατά συνέπεια, παραδοσιακοί ολιγάρχες όπως ο, πλουσιότερος Ουκρανός, Ρινάτ Αχμέτοφκαι ο Ντμίτρο Φιρτάς, άρχισαν να «κλωτσάνε». Ειδικά ο Αχμέτοφ δεν επιθυμεί με τίποτα την τελωνειακή ένωση με τη Ρωσία καθώς έχει στην ιδιοκτησία του πολλές βιομηχανίες μετάλλων σε ευρωπαïκές χώρες, επομένως οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. είναι ζωτικής σημασίας για την επιχειρηματική του επιβίωση. «Γι' αυτό και το νέο κύμα των διαδηλώσεων χρηματοδοτείται από ολιγάρχες», υποστηρίζει ο Βλαντίμιρ Καράσιοφ,διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Στρατηγικής του Κιέβου.
Χαρακτηριστική ήταν η ανακοίνωση της εταιρείας SKM, ιδιοκτησίας του Αχμέτοφ, η οποία δημοσιοποιήθηκε τα ξημερώματα της 25ης Ιανουαρίου, κι όπου η χρήση βίας χαρακτηρίζεται ως «απαράδεκτη» και γίνεται έκκληση «για επίλυση της κρίσης, η οποία έχει ήδη προκαλέσει τον θάνατο αρκετών ανθρώπων, με ειρηνικό τρόπο».
Και μπορεί τελικά οι ολιγάρχες της χώρας να κατάφεραν να πείσουν τον Γιανουκόβιτς να διαπραγματευτεί με την αντιπολίτευση, αλλά το πολιτικό μέλλον της χώρας εξακολουθεί να είναι θαμπό κι εξαιρετικά αβέβαιο. «Είναι αμφίβολο το κατά πόσο η υποχώρηση του Γιανουκόβιτς θα κατευνάσει τα πλήθη. Ο κίνδυνος μέχρι και για έναν εμφύλιο πόλεμο στο μέλλον είναι ακόμη ορατός, αλλά άλλο τόσο ξεκάθαροι είναι οι τρόποι αποφυγής του: ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού, ένα δημοψήφισμα για την Ε.Ε., η μετάβαση από ένα αυστηρά προεδρικό σε ένα πιο κοινοβουλευτικό σύστημα και η μεγαλύτερη αυτονομία των ουκρανικών περιφερειών», καταλήγει το άρθρο της Guardian.
πηγή
δρόμους του Κιέβου δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα», σημειώνει ο αρθρογράφος Σέουμας Μίλνε.
Και εξηγεί: «Οπως και στην Αίγυπτο, έτσι και στην περίπτωση της Ουκρανίας, ο λαός προσπαθεί να απαλλαγεί από έναν δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο. Αλλά αυτοί που συρρέουν στους δρόμους της πρωτεύουσας, δεν ενδιαφέρονται και πολύ για την δημοκρατία και τους θεσμούς της, καθώς στον σκληρό πυρήνα των διαδηλωτών δρουν ακροδεξιοί εθνικιστές».
Αυτή τη στιγμή στην καρδιά της κρίσης, κατά τον αρθρογράφο, βρίσκονται οι φασίστες, οι ντόπιοι ολιγάρχες και οι «ψαλιδισμένες» από το Κρεμλίνο γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης, δηλαδή της Ευρωπαΐκής Ενωσης.
«Οι Ουκρανοί πολίτες είναι διχασμένοι σχετικά με το ενδεχόμενο ένωσης τους με την Ε.Ε. και η διαμάχη αφορά στα δυο άκρα της χώρας: το ρωσόφωνο νοτιοανατολικό τμήμα της Ουκρανίας και το έντονα εθνικιστικό και ουκρανόφωνο δυτικό», σημειώνει το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας, επισημαίνοντας πως «και ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς φέρει ένα μέρος της ευθύνης, καθώς μετά την ανάληψη της προεδρίας το 2010, άρχισε να συγκεντρώνει, εκτός από την εξουσία, και τον πλούτο στα χέρια των παιδιών του και των βασικών συνεργατών του, εκνευρίζοντας τους παραδοσιακούς ολιγάρχες της χώρας, που δεν ανέχονται άλλο να βλέπουν την «οικογένεια» να καρπώνεται όλες τις χάρες και τα προνόμια του προέδρου».
Κερδισμένοι από την κατάσταση αυτή είναι νεαροί επιχειρηματίες (ως επί το πλείστον, φίλοι και «κολλητοί» του γιου του Γιανουκόβιτς, Ολεκσάντρ) οι οποίοι κατέχουν όλα τα οικονομικής φύσεως χαρτοφυλάκια και το πανίσχυρο υπουργείο Εσωτερικών, αλλά και θέσεις κλειδιά στα δικαστήρια και την εφορία.
Κατά συνέπεια, παραδοσιακοί ολιγάρχες όπως ο, πλουσιότερος Ουκρανός, Ρινάτ Αχμέτοφκαι ο Ντμίτρο Φιρτάς, άρχισαν να «κλωτσάνε». Ειδικά ο Αχμέτοφ δεν επιθυμεί με τίποτα την τελωνειακή ένωση με τη Ρωσία καθώς έχει στην ιδιοκτησία του πολλές βιομηχανίες μετάλλων σε ευρωπαïκές χώρες, επομένως οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. είναι ζωτικής σημασίας για την επιχειρηματική του επιβίωση. «Γι' αυτό και το νέο κύμα των διαδηλώσεων χρηματοδοτείται από ολιγάρχες», υποστηρίζει ο Βλαντίμιρ Καράσιοφ,διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Στρατηγικής του Κιέβου.
Χαρακτηριστική ήταν η ανακοίνωση της εταιρείας SKM, ιδιοκτησίας του Αχμέτοφ, η οποία δημοσιοποιήθηκε τα ξημερώματα της 25ης Ιανουαρίου, κι όπου η χρήση βίας χαρακτηρίζεται ως «απαράδεκτη» και γίνεται έκκληση «για επίλυση της κρίσης, η οποία έχει ήδη προκαλέσει τον θάνατο αρκετών ανθρώπων, με ειρηνικό τρόπο».
Και μπορεί τελικά οι ολιγάρχες της χώρας να κατάφεραν να πείσουν τον Γιανουκόβιτς να διαπραγματευτεί με την αντιπολίτευση, αλλά το πολιτικό μέλλον της χώρας εξακολουθεί να είναι θαμπό κι εξαιρετικά αβέβαιο. «Είναι αμφίβολο το κατά πόσο η υποχώρηση του Γιανουκόβιτς θα κατευνάσει τα πλήθη. Ο κίνδυνος μέχρι και για έναν εμφύλιο πόλεμο στο μέλλον είναι ακόμη ορατός, αλλά άλλο τόσο ξεκάθαροι είναι οι τρόποι αποφυγής του: ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού, ένα δημοψήφισμα για την Ε.Ε., η μετάβαση από ένα αυστηρά προεδρικό σε ένα πιο κοινοβουλευτικό σύστημα και η μεγαλύτερη αυτονομία των ουκρανικών περιφερειών», καταλήγει το άρθρο της Guardian.
πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου