Ομολογώ την ήττα μου και σαν έντιμος άνθρωπος και πατριώτης -που λέω πως υπήρξα στη ζωή μου- γυρεύω να πληρώσω ακέραιο το λογαριασμό. Πόσο κοστίζει η ολοσχερής ήττα ενός Έλληνα ανθρώπου σήμερα; Μια ζωή; Έναν θάνατο; Ας φέρουν το λογαριασμό να ξελουρίσω όλες τις τσέπες της ζωής μου να αμειφθούν οι πιστωτές. Αυτό πράττω.
Κατεβαίνει τα σκαλιά χαρωπή-χαρωπή, σαν....
άγριο κατσίκι, κατά πως την έλεγε από μικρή ο πατέρας της. Ασανσέρ δεν παίρνει ποτέ. «Τρείς όροφοι όλοι κι όλοι, να γυμνάσουμε και λίγο το θεϊκό κορμί μας», αστειεύεται. Είναι φοιτήτρια πια. Δεν χωρατεύεται με τη ζωή. Έχει σκοπό να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά, σαν να’ ταν καμιά πονηρή που πήγε να της φάει το γκόμενο.
Κανονικά, μονάχα η κατάσταση στο σπίτι τη βαραίνει. Άνεργος ο πατέρας, έκλεισε το μαγαζί και γυρνάει τώρα σαν το φάντασμα. Απ' το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα και πάλι πίσω. Τον βαριέται, μωρέ, έτσι που τον βλέπει. Κι οι μελαγχολικές μουσικές του, κάθε που βάζει κανά δίσκο στο παλιό του πικάπ! Φάλτσο στην αισιόδοξη φύση της. Μα τι να του πει; Παρηγοριές της πλάκας της φαίνονται κι αυτηνής τα λόγια της. Κι απ’ την άλλη, αν δεν ήταν η μάνα της στο δημόσιο, να τα κουτσοβολεύουνε, ούτε φαΐ που λέει ο λόγος δεν θα ‘χανε. Να και τώρα πάλι, τον άφησε να κοιμάται. Μεσημέρι κοντεύει κι αυτός κοιμάται! Όχι πως είναι κανας τεμπέλης ο πατέρας της. Προκομμένος άνθρωπος είναι. Μα προκοπή δεν είδε στη ζωή του και φαίνεται πως σ’ αυτή την ηλικία πια, όταν η αποτυχία χτυπάει την πόρτα, σέρνει μαζί και τη φίλη της, την κατάθλιψη.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, το παραπεταμένο ειδοποιητήριο του ταχυδρομείου. Το σηκώνει από περιέργεια. Συστημένο δεν περιμένει. Από ποιόν άλλωστε;
Επαναλαμβάνει την ερώτηση στον εαυτό της. Το όνομα της στη θέση του παραλήπτη. "Ελένη Δημητρίου".
Σκέφτεται την ουρά του ταχυδρομείου. Διστάζει, μα την τρώει κι η περιέργεια. Έχει λίγο χρόνο μέχρι να πάει στη Σχολή. Πετάγεται ως τα ΕΛ.ΤΑ. Δυό βήματα είναι, στο τέλος-τέλος.
«Ω, τι ευχάριστη έκπληξη!» την πειράζει η αδερφή της. Κι εκείνη περιμένει στην ουρά. «Καλέ, τί κάνεις εσύ εδώ;» της απαντά ψιθυριστά. «Εγώ έχω συστημένο, παρακαλώ. Εσύ τι κάνεις; Με παρακολουθείς παιδάκι μου;»
Απογοητεύεται η μεγάλη, η Γωγώ, και κατεβάζει τα μούτρα της. «Να δεις που θα ‘ναι καμιά μαλακία, διαφημιστικό και στηθήκαμε τζάμπα στην ουρά». «Μικρό, δεν κάθεσαι στην ουρά εσύ, να την «κάνω» εγώ που έχω και ραντεβού;» πάει να στριμώξει τη μικρή, ως συνήθως. Μα η μικρή επιμένει ναζιάρικα. «Έλα ρε Γωγούλι, κάτσε να μου κάνεις παρέα. Ορίστε, να, τρία νούμερα μείνανε κι έφτασε κι η σειρά μας!». «Καλά, καλά, άντε να περιμένουμε μαζί», της λέει βαριεστημένα.
Περιεργάζονται λίγο το φάκελλο απ’ έξω κι ύστερα σπρώχνουν τα δάκτυλα τους στο χάρτινο σώμα του, ίδια όπως μικρές τις μάθαινε ο πατέρας τους να ξεφλουδίζουν τα μανταρίνια.
Γεμίζουν δάκρυα, λες και παίζουν ακόμη εκείνο το παιχνίδι με τις φλούδες των μανταρινιών.
Τα χέρια τρέμουν στο κράτημα αυτού του χαρτιού. Κι ακούγεται ο ήχος σαν από χαρουπιά καθώς χτυπάει τα «χεράκια» της, στον αέρα, με απόγνωση. Πώς κόβουν έτσι τα χαρτιά καμιά φορά; Πονούν τα χαρτιά.
«Δεν έχω άλλον λόγο να σταθώ έτσι όλος προσοχή μπροστά σας με τούτο το ξερό κομμάτι χαρτί, παρά μονάχα πως είσαστε οι θυγατέρες μου και σε σας, λέω, πως χρωστώ μιαν εξήγηση για ετούτη την πράξη μου. Ίσως και στο Θεό, μα με κείνον θα λογαριαστούμε αργότερα.
Η αλήθεια είναι πως κανείς άλλος δεν βάσταξε να αγγίξει ούτε λεπτό, ό,τι εγώ θεωρούσα φορτίο μου. Κι αν τώρα λογαριάζομαι για αδύναμος, ας ψάξουν τις τσέπες της σάρκας τους, όσοι περνιούνται για ανθεκτικοί στην κοινωνία του σήμερα. Ας μετρηθούμε με δαύτους στο πάχος της πέτσας μας.
Ομολογώ, λοιπόν, ενώπιον του χάρτινου αυτού εδωλίου και των ματιών σας, που τόσο αγάπησα στο πρώτο αντίκρυσμα τους. Ομολογώ ενώπιον των αγγιγμάτων που αξιωθήκαμε σαν πατέρας με κόρες. Ομολογώ ενώπιον των κοριτσίστικων μυστικών που σεις πρώτες ψιθυρίσατε. Ομολογώ ενώπιον των αγωνιών που με αγκαλιασμένα χέρια ζωγραφίσαμε μαζί στις ατέλειωτες παιδικές σας νύχτες. Ομολογώ, ακόμη, ενώπιον της αυστηρότητας που η πατρική μου αγάπη πρόσταξε κάμποσες φορές. Ομολογώ στις μικρές μας νυχτερινές συζητήσεις στην άκρη κάθε καλοκαιριού. Ομολογώ στα χάδια στα μαλλιά. Ομολογώ στα ακριβά φιλιά στο μέτωπο.
Ομολογώ, πως δεν κατάφερα να αντισταθώ στην κρυφή γοητεία της εγκατάλειψης. Το λέω έτσι, ίσως γιατί ακόμη και τώρα μου είναι δύσκολο να ομολογήσω πως δεν τα κατάφερα. Κι αν τύχει και δείτε το κορμί μου να κρέμεται από τον πρόχειρο ιστό στο μαγαζάκι του πατέρα -καθώς λέγατε- μην μπερδευτείτε με την ορθοστασιά. Ένα τσακισμένο σαρκίο απέμεινε, διπλωμένο σε δεκάδες κομμάτια, που απλά ο θάνατος ξετσαλάκωσε για στερνή φορά.
Ομολογώ την ήττα μου και σαν έντιμος άνθρωπος και πατριώτης -που λέω πως υπήρξα στη ζωή μου- γυρεύω να πληρώσω ακέραιο το λογαριασμό. Πόσο κοστίζει η ολοσχερής ήττα ενός Έλληνα ανθρώπου σήμερα; Μια ζωή; Έναν θάνατο; Ας φέρουν το λογαριασμό να ξελουρίσω όλες τις τσέπες της ζωής μου να αμειφθούν οι πιστωτές. Αυτό πράττω.
Ομολογώ έναν θάνατο «από», στη θέση μιας ανύπαρκτης ελευθερίας «για να».
Γνωρίζετε εσείς παιδιά μου, πως στη μακρυά σειρά όπου ο καθείς αρπάζει το κρυμμένο πορτοφόλι του μπροστινού του, εγώ δεν μπήκα ούτε στιγμή. Ούτε γράφτηκα στις σχετικές λίστες αναμονής των κομμάτων, των εταιρειών και των δημοσίων σχέσεων.
Ένα μαγαζάκι μοναχά απόχτησα, ίσα για να κουτσοβολεύω τον έρωτα μου στην ανθρώπινη απελευθέρωση και σε σας. Ένα μαγαζάκι μπας και καταφέρω να διατηρώ την ελευθερία στη σχόλη και στη σχολή μου. Ένα μαγαζάκι να βολευτεί το αυτόνομο «είναι» μου. Ένα μαγαζάκι και πέσανε χίλια τσακάλια για να λεηλατήσουνε τα λιγοστά έχει του. Ήρθαν καλόγνωμοι –έτσι μου φάνηκαν- κλητήρες να γυρέψουνε τα ράφια και το εμπόρευμα. Κι αντάμα τους δικολάβοι και χωροφυλάκοι να μαγαρίσουνε στα χαρτιά τους το όνομα μας. Ότι, λέει, τους οφείλουμε. Ήρθαν οι άνθρωποι του κράτους, του Ελληνικού λέει, να γυρέψουνε τους φόρους, ότι το κράτος έπεσε έξω. Ήρθαν ιδιοκτήτες όλο αγανάκτηση, γυρεύοντας να πληρωθούνε, όχι τόσο με λεφτά, μα με την δική μου αναξιοπρέπεια. Λες κι ο δικός μου ευτελισμός θρέφει τις καταθέσεις τους. Ήρθαν κι οι τράπεζες να αρπάξουνε ό,τι προλάβουνε κι αυτές. Μέχρι κι οι πελάτες τώρα βρήκανε να ‘ρθουνε...να διαμαρτυρηθούνε ότι δεν έχω εμπόρευμα για να αγοράσουν.
Κι η ίδια η πατρίδα, που χρόνια τώρα τη βλέπω να καμαρώνει μονάχα στις μεγάλες λεωφόρους και στις τηλεοράσεις, σφύριξε αδιάφορα, αν βρέθηκε ποτέ στο στενό του μαγαζιού μου.
Κι’ έτσι, ταχύτατα το άδειο των ραφιών έριξε τη σκιά του στην ζωή μου. Αυτό το ίδιο άδειο που ελπίζω σε λίγο να μη φωλιάζει και στα ντουλάπια της κουζίνας μας. Ντρέπομαι να το πω, μα τούτες τις άγριες στερνές στιγμές ομολογώ πως μ’ όλες οι στερήσεις της ζωής μου, δεν φτάνω πια να θρέψω δυό ψυχές που την ευθύνη τους, εγώ σαν πατέρας, ανέλαβα.
Ομολογώ την ήττα μου. Την ήττα του προσώπου μου, των ιδεών μου και του τρόπου μου. Η ανταμοιβή μου ήτανε τυλιγμένη σ’ ένα χαρτί κατάσχεσης. Τι ειρωνεία! Εν ονόματι, λέει, του Ελληνικού λαού!
Γι’ αυτό, ευχή σας αφήνω, τις μέχρι τώρα συμβουλές μου, όλες να πετάξετε μακριά σας. Τουναντίον, σας συνιστώ να διεκδικήσετε με μανία και παντοιοτρόπως το οικονομικό αποτέλεσμα. Με κάθε τρόπο και μέσο. Η ηθική είναι το άλλοθι των αφελών, θα σας πουν και δικαίως. Η ελευθερία είναι ανταλλάξιμο μέγεθος. Διεκδικήστε το μέγιστο ποσό για την εκχώρηση της. Εγκαταλείψτε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία και παρασυρθείτε στο ρεύμα που κυριαρχεί γύρω σας. Διοριστείτε, αξιοποιώντας ακόμη και την πιο φτηνή εκδοχή σεξουαλικότητας.
Χαλαρώστε απολαμβάνοντας τις μεσημεριανές εκπομπές στην τηλεόραση. Αφεθείτε στην πρωινή ραστώνη της αργοσχολίας παρακολουθώντας κάποιο πρωϊνάδικο. Καταχωνιάστε τις εσώτερες αγωνίες της ψυχής σας στα τουρκοσήριαλ. Δηλώστε συμμετοχή στα τηλεπαιχνίδια των ταλέντων και ουρλιάξτε το όνομα του ειδώλου που σας διασκεδάζει. Απαλλαγείτε κι εσείς από τις όποιες αμφιβολίες για τις ικανότητες σας, παρακολουθώντας τους απόκληρους που βγάζουν τους πόνους τους στα καφενεία και στις τηλεοράσεις. Ανακαλύψτε τον μέιν στρίμ και κούλ εαυτό σας, σε κάποιο απελευθερωτικό ριάλιτι. Αν τρομοκρατηθείτε στο δελτίο ειδήσεων, καθησυχάστε στην συνηγορία των θεραπαινίδων του συστήματος. Ευτυχώς, αυτός ο τρόμος δεν σας αφορά. Κάντε τη ζωή σας κανονική.
Διαβάστε κάποια σκανδαλοθηρική εφημερίδα, ως υποκατάστατο της πρωινής κοινωνίας με τη φίλη σας. Διαβάστε ακόμη τα φρί πρές για να σπάσετε οριστικά τα στερεότυπα των πατεράδων σας, που για χρόνια σας καθήλωναν άουτ. Απολαύστε τον πρωϊνό σας φρέντο, μελετώντας -ας πούμε- οικονομικές εφημερίδες. Κάντε τη ζωή σας κανονική.
Οργανώστε το πρώτο φθινοπωρινό σας γουίκ έντ με καλούς φίλους στην Αράχοβα. Εκτονωθείτε στο πρωτοτράπεζο κάποιου σκυλάδικου και λατρέψτε τη νέα Ελληνίδα θεά της βλαχοπόπ. Α, ναι, μην ξεχάσετε να ανεβάσετε στο άι φόν όλα τα μουσικά κομμάτια της.
Επιτέλους, κάντε και καμιά βόλτα στα πρωινά μαγαζιά του Κολωνακίου και συνοδέψτε τον άντρα της ζωής σας στα εδεμικά τους σπήλαια. Τη νύχτα, γιατροπορέψτε το ανοργασμικό του κορμιού σας με αναρίθμητα σφηνάκια στο Γκάζι. Απολαύστε τη ζωή σας κανονικά.
Σταθείτε στην ουρά των στοιχημάτων για την προσμονή του εύκολου πλουτισμού ή κάντε την επανάσταση στο αδυνάτισμα.
Ερωτευτείτε σφοδρά το αποστειρωμένο πρόσωπο κάποιου κυρίου Υπουργού ή τη στυφή αποφασιστικότητα των τροϊκανών.
Χαραμίστε κάποιες Κυριακές για δενδροφύτευση παρέα με τους ευαίσθητους οικολόγους του κατάλληλου τηλεοπτικού σταθμού. Λησμονήστε τα λίγα ελληνικά σας, επικοινωνώντας στην κατάλληλη γκρίνγκλις γλώσσα με τους κατάλληλους ανθρώπους. Κάντε τη ζωή σας λίγο πιο κατάλληλη.
Λυπάμαι σήμερα που εγώ δεν τα έπραξα όλα αυτά σαν σώφρων, που λένε, οικογενειάρχης. Και βρέθηκα, τώρα, ηττημένος, να κοιτώ τα άδεια ράφια. Εδώ στο μαγαζάκι του πατέρα. Δεν έχω παιδιά μου άλλο μερτικό ψυχής να το ξοδέψω για να αναστήσω και να αναστηθώ. Τώρα που όλα τα όνειρα ματαιωθήκανε οριστικά κι η αξιοπρέπεια μου σέρνεται γυμνή στο πάτωμα, περιπαίζοντας τα γκρίζα ίχνη που άφησαν οι κατασχεμένες προθήκες. Τώρα, που έτσι αίφνης μου φάνηκε πως και η ίδια η πατρίδα, κατάντησε κι αυτή σαν το λεηλατημένο μαγαζάκι μου. Δεν υπάρχει πια απάγκιο να βαστηχτούν οι άνθρωποι του καιρού μου.
Γι’ αυτό, ομολογώ την ήττα μου και σας αποχαιρετώ με μια μοναχά παράκληση. Αν κάποια στιγμή οι αγωνίες σας γίνουν ιδέες και προτάσεις για το αύριο, κρύψτε τις στη πιο βαθιά γωνία της καρδιάς σας. Αν ο νους σας σπαρταράει για λευτεριά, φυγαδέψτε αυτές τις σκέψεις σας. Κι αν το είναι σας συγκινείται ακόμη στο χώμα που πατάει το κορμί σας, λουφάξτε τις δονήσεις ανάμεσα στα στήθια σας. Κι αν όλα ετούτα, τα όμορφα κι αληθινά, σας πέσουνε κανά βράδυ του χειμώνα αλλόκοτα περίσσια, στείλτε τα κατά κει πάνω που θα αναπαύεται ο πατέρας σας. Θα είναι κι αυτό μια κάποια παρηγοριά. Να προσέχετε η μία την άλλη και οι δυο τη μάνα σας. Σας γλυκοφιλώ. Ο πατέρας σας».
Δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που διαβάζουν και μένουν αγκαλιασμένες κι οι δυό, εκεί, σε μια γωνία του ταχυδρομικού γραφείου. Πώς έγινε «αυτό»; Μα πώς; Κανονικά, δεν μπορεί να έγινε «αυτό». Πριν λίγο ήταν σπίτι και κοιμότανε. Κανονικά, ήταν σπίτι και κοιμόταν. Ο πατέρας ήταν κανονικά σπίτι και κοιμόταν. Δεν μπορεί να έγινε «αυτό».
Οι υπάλληλοι κι οι άλλοι στην ουρά ανησυχούν και τρέχουν περίεργοι κι αλαφιασμένοι.
Πίκρα στο στόμα, σκέτη, σα φαρμάκι. Βουβά μάτια. Μαραμένα τα χέρια. Πώς να βρουν τα πλήκτρα στο κινητό, να πάρουν ένα τηλέφωνο; Τρέμουν τα κορμιά, γυμνά έτσι στη μέση του κόσμου. Και το τηλέφωνο που χτυπάει αδιάφορο, δίχως απάντηση, σαν το βόμβο στα γκισέ του ταχυδρομείου. Τρόμος και δεκάδες σκέψεις κουβάρια. Τι να πεις στη μάνα; Πώς και τι;
Τρέξιμο στους δρόμους, αναστεναγμοί και κλάματα. Μύξες και δάκρυα ανάκατα με αδιάφορους περαστικούς που ενοχλούνται όταν πέφτεις επάνω τους. Πώς μπορεί να ενοχλούνται; Πώς μπορεί να μην ενοχλούνται; Πώς γίνεται όλα να είναι τόσο ενοχλητικά κανονικά;
Μια γερή ρουφηξιά θανάτου καίει τα πνευμόνια. Πώς να πάρεις ανάσα; Πώς να σταθείς ανενόχλητος κανονικά;
Το μαγαζί από απέναντι έρχεται κατά πάνω τους να τις καταπιεί. Μια τεράστια τρύπα με τις σκισμένες αφίσες να καλύπτουν πονηρά το άνοιγμα της. Το «ενοικιάζεται», κόκκινο σε κίτρινο φόντο, στέκει κρεμασμένο. Στα σκονισμένα τζάμια οι χούφτες γίνονται κιάλια. Να βρεθεί μια σχισμή καθαρού γυαλιού να ελέγξεις το εντός. Ο ήλιος σκαρώνει παιχνίδια με τις ανακλάσεις και τις σκιές. Κόκκινες, σε κίτρινο φόντο. Τίποτα. Μονάχα παραπεταμένοι λογαριασμοί και σκουπίδια. Ένα κανονικό, άδειο μαγαζί, κόκκινο σε κίτρινο φόντο.
Κι ύστερα, δώσ' του πάλι δρόμο για το σπίτι. Να προφτάσεις το κακό. Να το ξορκίσεις. Σα δρομέας σ’ έναν αγώνα με το θάνατο. Μη τύχει και προλάβει και βγει αυτός πρώτος και κόψει αυτός το νήμα.
Χτυπήματα στο κουδούνι. Ανελέητα. Πεισματικά. Κι εκείνο το άτιμο να κάνει πως δεν ακούει την αγωνία της ψυχής. Δεκάρα δεν δίνει το κωλοκούδουνο. Το ίδιο αυτό κουδούνι που είχε χτυπήσει τόσο χαρωπά όταν γύριζες απ’ το σχολειό έχοντας προβιβαστεί την τάξη, όταν πέρασες στο πανεπιστήμιο! Το ίδιο κουδούνι που έκανε τον ήχο του διακριτικό όταν γύρισες αργά και είχες ξεχάσει τα κλειδιά σου. Τώρα κουβέντα. Ούτε μια φωνή στη βιάση σου «τώρα, τώρα, ανοίγω». Σιωπή. Το κωλοκούδουνο!
Με τα χίλια ζόρια βρίσκεις το κλειδί. Δεν θες να δεις καμία εικόνα. Κλείνεις τα μάτια να μη δεις. Κάνεις αιώνες να πας απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο. Ένα κανονικό σπίτι κι εσύ θες χρόνια για να περπατήσεις. Μα τι κάνεις, μπουσουλάς; Είσαι μωρό, παιδάκι μου;
Δεν ξέρεις καν αν φωνάζεις. Αν ακούγεσαι. Κανονικά ναι. Αλλά ποιά κανονικά τώρα;
Ανασηκώθηκε αυτός κάπως στο κρεββάτι κι έτριψε τα νυσταγμένα μάτια του, σαν να ήθελε να καταλάβει που βρισκότανε. Τι ήταν ετούτες οι φωνές; Τον είδαν οι θυγατέρες του έτσι στο κρεββάτι και ντράπηκε. Μέρα μεσημέρι κι αυτός να κοιμάται ακόμη! Μα, έτσι κι αλλιώς, σήμερα είχε πάρει την απόφαση του. Να πάει στο διάολο. Να ξεμπερδεύει πια. Σήμερα ήτανε η μέρα που είχε αποφασίσει. Είχε στείλει από χθες και τις επιστολές του. Όσο και να ‘τανε αύριο-μεθαύριο θα τις λαβαίνανε. Αν δεν αργούσε, ως συνήθως, το ταχυδρομείο.
Τον κοιτούν στα μάτια, μετέωρα στην αρχή κι ύστερα ορμούν στο κρεββάτι. Ένα κουβάρι όλοι μαζί, πατέρας και κόρες, λες και ξαναβρίσκονταν μετά από χρόνια.
Μα φοβούνται την αντίδραση του. Δεν τα κατάφερε. Για μια ακόμη φορά, ίσως ακόμη και στη στερνή του φορά, δεν τα κατάφερε. Αυτός το τύπος λες και είχε τσακωθεί με τ’ αποτέλεσμα. Γελάς πονηρά από μέσα σου. Ολόκληρη η ζωή του μια εξαντλητική προσπάθεια δίχως αποτέλεσμα. Έτσι όπως έγραφε και στην επιστολή του. Τι να του πούνε; Πως για πρώτη φορά στα ταχυδρομικά χρονικά, ένα συστημένο παραδόθηκε την επόμενη μέρα της αποστολής του; Ευτυχώς! Το Ταχυδρομείο, ευτυχώς, δεν λειτούργησε κανονικά.
«Λοιπόν, έκανε το μικρό. Έχω μια ιδέα. Μπαμπά, θα σηκωθείς, θα ξυριστείς, θα γίνεις όμορφος άντρας, όχι ότι δεν είσαι τώρα δηλαδή, του έκλεισε το μάτι με πονηράδα και θα πάμε να πιούμε ένα σούπερ καφέ! Σήμερα, θα σε βγάλουμε έξω εμείς!
Εκείνος σκέφτεται πως έχει δικαίωμα να ευχαριστηθεί έναν τελευταίο ωραίο καφέ με τα παιδιά του, έτσι όπως συνήθιζαν να κάνουν παλιά τις Κυριακές. Κάνει πως δε θέλει, για τα μάτια του κόσμου, και συμφωνεί, δήθεν βαριεστημένα. Η καρδούλα του το ξέρει πόσο πολύ τον θέλει αυτόν τον καφέ. Σαν μικρό παιδί που το βγάζουνε επιτέλους βόλτα.
Τον τραβούν απ’ τα μανίκια. Η μιά απ’ το ένα κι η άλλη απ’ το άλλο, σα γέρικο καράβι που το ρυμουλκούν να το ρίξουν ξανά στη θάλασσα. Σαν πεθαμένο, που γυρεύουν με το στανιό να τον αναστήσουν. Τον πηγαίνουν ως το μπάνιο και τον στήνουν μπροστά στον καθρέφτη. Βλέπει το μούτρο του και σαν να τρομάζει κι αυτός. Του πλένουν το πρόσωπο. Αντίδωρο στα πρωϊνά τους ξυπνήματα όταν ήταν παιδιά. Τον γεμίζουν αφρούς και σαπουνάδες, να μαλακώσουν τα άγρια γένια του, να φύγει κάπως κι η σκληράδα της ζωής. Παίρνουν δυό ξυραφάκια και τον ξυρίζουν σαν να ‘τανε σε μπαρμπέρικο πολυτελείας. Η μια το ένα μάγουλο κι η άλλη το άλλο. Κι όλο του κάνουνε αστεία, τον πασαλείβουνε με σαπουνάδες. Όπως όταν ήτανε μικρές, παριστάνουν πως ξυρίζονται κι αυτές δίπλα του.
Του αγοράζουν και ένα άφτερ σέιβ, βάζουν στα χέρια τους και του χαϊδεύουν το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Κι όσο τον καίει το οινόπνευμα, τόσο τον γλυκαίνει το χάδι. Κοιτάει ξανά στον καθρέφτη. Βλέπει έναν άλλο άνθρωπο, με δυό όμορφα κοριτσόπουλα δεξιά και αριστερά του. Τον καμαρώνουν κι αυτές. Του χτενίζουν τα άσπρα μαλλιά.
«Μεγάλε, σήμερα είναι η μέρα σου να χτυπήσεις κανά γκομενάκι, κούκλος είσαι», τον πειράζει η μεγάλη. Αυτός χαμογελάει. Κορδώνεται κάπως. Το μπόϊ του φαίνεται τώρα ολόκληρο. Είχε μικρύνει τον τελευταίο καιρό.
Περπατούν αγκαζέ κι οι τρεις. Τον βαστούν παραμάσχαλα, σαν φύλακες της ζωής που κρατάνε σφιχτά έναν δραπέτη. Μην και τους φύγει και το σκάσει. Μη σκάσουνε.
Κάθονται στις πολυθρόνες. Ο ήλιος σκάει κι αυτός και τους δένει όλους μαζί. Τους περνάει τις αχτίδες του αντικαταθλιπτικές χειροπέδες.
Βάζει τα μαύρα του γυαλιά, του ηλίου. Για να κρύψει τα μάτια του από ντροπή. Πίνει μια γουλιά καφέ. Γεμίζει με αρώματα και γεύσεις. Ξαναρουφά, και του ‘ρχεται να κάνεις μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι. Να φυσήξει ανάποδα τη ζωή. Φου να της κάνει να πέσει κάτω. Η ζωή με τις μπουρμπουλήθρες της.
«Έκανα μια βλακεία. Μεγάλη βλακεία», μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του. «Τί πήγα να κάνω, ο ηλίθιος», συνεχίζει. «Σας έχω στείλει κι ένα γράμμα. Αύριο, μεθαύριο, θα το λάβετε συστημένο. Μη δώσετε σημασία. Βλακείες. Μπουρμπουλήθρες.»
Τα δυό κορίτσια κοιτάζονται σαν δήθεν να απορούν. «Τί γράμμα; Τι βλακείες; Πάλι καμιά γκομενοδουλειά θα έχεις σκαρώσει ε; Κακομοίρη μου, αν το μάθει η μαμά, εμάς μη μας υπολογίζεις. Θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου», κάνουν πως τον φοβερίζουν.
Δεν του λένε κουβέντα. Ούτε για το γράμμα, ούτε για την αγωνία που πέρασαν. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τι ήθελε να τους πει. Φτάνει που ήτανε καλά.
«Λοιπόν, εγώ λέω αυτόν τον καφέ να τον καθιερώσουμε. Ε, μπαμπά; Πώς το έλεγε αυτό ο Καμύ; Θα πιούμε καφέ ή να αυτοκτονήσω;».
«Άσε μας ρε μικρό, έμαθες και τον Αλμπέρ Καμύ», γελάει η μεγάλη και δαγκώνεται μην προδοθεί.
Γελάει κι αυτός. Σαν κάτι να κατάλαβε, μα πάλι δεν ήταν βέβαιος. Ένα δάκρυ του κυλάει και σκάει μές στις μπουρμπουλήθρες του καφέ. «Τί καλό που κάνει ένας καφές», σκέφτεται...
Στη μνήμη του Δ. Χριστούλα που «μας άφησε» στις 04.04.2012, επιλέγοντας έναν θάνατο «για να», παρά έναν θάνατο «από».
πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου