Εκείνοι που κάνουν τον κόσμο πιο φωτεινό

Της Τίνας Παπαβασιλείου

Τους ξεχωρίζεις από το βλέμμα. Το χαμόγελο φαίνεται να έχει μετατοπιστεί από το νότιο στόμα τους εκεί, μέσα στα μάτια. Δε στρέφεται στον ουρανό, μα....
στέκεται στα γήινα και πονεμένα. Βουρκώνει, ενώ η ψυχή χαμογελάει σε κάθε βασανισμένο “ευχαριστώ” που θα τους απευθύνουν. Μπορεί να δουλεύουν για τρεις κι εξήντα, μπορεί οι τσέπες τους να είναι τρύπιες, αλλά η καρδιά παραμένει γεμάτη. Έχουν μια αγκαλιά που όταν ανοίγει, μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο, τους γνωστούς και τους αγνώστους, τους φτωχούς κι αδικημένους, κάθε αδέσποτο γατί και σκυλί που θα το φέρει η μοίρα στο διάβα τους. Ποτέ δεν θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο, ήταν πολύ απασχολημένοι με τις σκέψεις και τα χαμογελαστά απογεύματα. Τα όνειρα να φτιάξουν τον εαυτό τους με τρόπο που θα υπηρετεί τους άλλους. Όχι τα αφεντικά και τους δυνατούς, αλλά εκείνους που έχουν ανάγκη ένα ξένο χέρι να τους χτυπήσει φιλικά τον ώμο.

Είναι αδέρφια των κατατρεγμένων. Έμαθαν από μικροί να παραχωρούν τη θέση τους στους γηραιότερους, την ώρα των ασφυκτικών πηγαινέλα του αστικού λεωφορείου. Να δίνουν τα ψιλά τους στους κουρελιασμένους ταλαίπωρους που κάθονταν στις γωνιές της πόλης, γονατισμένοι από τη φτώχεια και τη ζωή. Να κουβαλάνε τις τσάντες των γιαγιάδων έξω από το σούπερ μάρκετ μέχρι την πόρτα του σπιτιού τους, μα να φεύγουν δίχως να απολαύσουν το ευχολόγιο. Να ζυγίζουν καταστάσεις και να επιλέγουν αυτό που θα κάνει την ψυχή τους πιο ανάλαφρη. Όχι για να κερδίσουν μια θέση στον αμφίβολο ουρανό, αλλά για να κοιμούνται τις νύχτες με τη σκέψη ότι έκαναν εκεί έξω κάποιον λιγότερο δυστυχισμένο.

Κάποιοι είναι καλλιτέχνες. Κάποιοι άλλοι είναι οι ίδιοι το έργο τέχνης που έπλασε η καρδιά τους. Απελπίζονται με την αδικία και τη μάχονται ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Δεν γκρινιάζουν για τη βροχή, ούτε προσδοκούν τα καλοκαίρια. Τα φθινόπωρα ανασαίνουν με όλη τους τη δύναμη το νοτισμένο χώμα μέχρι να ματώσει η μύτη. Το χειμώνα περπατούν με βήμα χορευτικό μέσα στο χιονιά και γελάνε δυνατά όταν οι νιφάδες λιώνουν στο πρόσωπό τους. Την άνοιξη γεμίζουν τα μπαλκόνια γλάστρες και μέσα από το φύλλωμα βρίσκουν τη θέα τους στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας σχεδόν μαγική. Τα καλοκαίρια μαζεύουν κοχύλια και τα χαρίζουν στα παιδιά της γειτόνισσας. Συνεννοούνται με τα παιδιά καλύτερα από όσο με τους ενήλικες.

Οι παλάμες τους είναι μαγεμένες. Αγγίζουν και γιατρεύουν, χαϊδεύουν και δίνουν κουράγιο, χτυπάνε στην πλάτη κι ενθαρρύνουν προσπάθειες. Έχουν δυο χέρια, το ένα μονίμως προτεταμένο σε όποιον το καλεί από ανάγκη.

Έχουν και φτερά. Αν ήθελαν θα τα άνοιγαν να ταξιδέψουν πρόωρα σε ένα κόσμο που τους ταιριάζει περισσότερο, αλλά έχουν πολλή δουλειά εδώ. Όρισαν για τον εαυτό τους μια αποστολή. Να σιδερώνουν τσαλακωμένες αξιοπρέπειες, να σπέρνουν δεξιά κι αριστερά ακριβοθώρητα χαμόγελα, να φτιάχνουν ένα ξέφωτο που όλοι θα ήθελαν να ξαποστάσουν γυρνώντας από τη δουλειά.

Ζούν ανάμεσά μας. Άμα τους πετύχετε εκεί έξω, μην απορήσετε. Μη νιώσετε αμηχανία. Μην τους αποκαλέσετε κορόιδα. Μην τους προτείνετε συνεργασία. Η σωτηρία της ψυχής είναι μια μοναχική διαδικασία, παρότι κουβαλάει στις πλάτες της όλη την οικουμένη. Μόνο γίνετε κι εσείς ένας από αυτούς, γιατί όταν τους φτάσουμε, τότε ο παράδεισος θα εγκατασταθεί επί γης.

πηγή




Σχόλια