Ένα κείμενο γροθιά, για όλους εκείνους τους γονείς που υποτιμώντας τη νοημοσύνη και την αντίληψη των παιδιών τους, συγχωρούν όλα εκείνα τα λάθη που χαράσσονται με ανεξίτηλα σκούρα χρώματα στις....
παιδικές ψυχές τους, στον βωμό του «τα παιδιά είναι μικρά» και «δεν ακούν ή δεν καταλαβαίνουν»
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω μαμά..
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα ξεχνούσα όλα εκείνα που ήσουν σίγουρη πως δεν άκουγα, γιατί έπαιζα σε έναν δικό μου κόσμο.
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα ξεχνούσα όλους εκείνους τους τσακωμούς και τις φωνές που μετά σε έκαναν πάντα να κλαις.
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα έσβηνε με κάποιον μαγικό τρόπο η δακρυσμένη σου εικόνα από τη μνήμη μου.
Γιατί ήμουν μικρή και δεν ήξερα ακόμη τη σημασία της λέξης «πονάω», «ματώνω» και «άδειασα».
Μαμά, όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω όλη μου η προσοχή ήταν επάνω σου στραμμένη, γιατί σε είχα έγνοια που δεν χαμογελούσες.
Ήθελα βλέπεις πάντα να σε βλέπω να γελάς μαμά.
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω, έκανα τον κλόουν ώστε να σου αποσπάσω την προσοχή και να τραβήξω λίγο τη σκέψη σου από όλα εκείνα που σε βασάνιζαν.
Και ίσως αν ήμουν τυχερή, να μου χάριζες ένα σου χαμόγελο!
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω, εγώ προσπαθούσα να σε καταλάβω μαμά.
Το μυαλουδάκι μου όμως ήταν πολύ πολύ μικρό και νόμιζα πως έφταιγα εγώ για όλο αυτό.
Θυμάμαι μαμά!
Θυμάμαι να τραβάω το πρόσωπο σου ώστε για λίγο να με κοιτάξεις και να σε δεις μέσα από τα δικά μου μάτια, μαμά!
Πόσο όμορφη και πόσο μοναδικά τέλεια ήσουν.
Πόσο ήθελα να μπορούσες να σε δεις μέσα από εμένα μαμά.
Θυμάμαι μαμά…
Θυμάμαι… Δυστυχώς!
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φωνές, το άδειασμα, το μηδένισμα!
Θυμάμαι όλη εκείνη την ανασφάλεια, την απορία, την ενοχή.
Την άρνηση, το «γιατί».
Θυμάμαι όλα εκείνα τα «εγώ ποτέ» που ορκίστηκα στον εαυτό μου.
Θυμάμαι μαμά… Θυμάμαι… Δυστυχώς!
Θυμάμαι τα πάντα… Και πιο πολύ εκείνα που ήσουν σίγουρη πως δεν καταλαβαίνω…
Πηγή
παιδικές ψυχές τους, στον βωμό του «τα παιδιά είναι μικρά» και «δεν ακούν ή δεν καταλαβαίνουν»
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω μαμά..
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα ξεχνούσα όλα εκείνα που ήσουν σίγουρη πως δεν άκουγα, γιατί έπαιζα σε έναν δικό μου κόσμο.
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα ξεχνούσα όλους εκείνους τους τσακωμούς και τις φωνές που μετά σε έκαναν πάντα να κλαις.
Γιατί ήμουν μικρή και σύντομα θα έσβηνε με κάποιον μαγικό τρόπο η δακρυσμένη σου εικόνα από τη μνήμη μου.
Γιατί ήμουν μικρή και δεν ήξερα ακόμη τη σημασία της λέξης «πονάω», «ματώνω» και «άδειασα».
Μαμά, όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω όλη μου η προσοχή ήταν επάνω σου στραμμένη, γιατί σε είχα έγνοια που δεν χαμογελούσες.
Ήθελα βλέπεις πάντα να σε βλέπω να γελάς μαμά.
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω, έκανα τον κλόουν ώστε να σου αποσπάσω την προσοχή και να τραβήξω λίγο τη σκέψη σου από όλα εκείνα που σε βασάνιζαν.
Και ίσως αν ήμουν τυχερή, να μου χάριζες ένα σου χαμόγελο!
Όταν νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω, εγώ προσπαθούσα να σε καταλάβω μαμά.
Το μυαλουδάκι μου όμως ήταν πολύ πολύ μικρό και νόμιζα πως έφταιγα εγώ για όλο αυτό.
Θυμάμαι μαμά!
Θυμάμαι να τραβάω το πρόσωπο σου ώστε για λίγο να με κοιτάξεις και να σε δεις μέσα από τα δικά μου μάτια, μαμά!
Πόσο όμορφη και πόσο μοναδικά τέλεια ήσουν.
Πόσο ήθελα να μπορούσες να σε δεις μέσα από εμένα μαμά.
Θυμάμαι μαμά…
Θυμάμαι… Δυστυχώς!
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φωνές, το άδειασμα, το μηδένισμα!
Θυμάμαι όλη εκείνη την ανασφάλεια, την απορία, την ενοχή.
Την άρνηση, το «γιατί».
Θυμάμαι όλα εκείνα τα «εγώ ποτέ» που ορκίστηκα στον εαυτό μου.
Θυμάμαι μαμά… Θυμάμαι… Δυστυχώς!
Θυμάμαι τα πάντα… Και πιο πολύ εκείνα που ήσουν σίγουρη πως δεν καταλαβαίνω…
Πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου